λαιμᾶν

λαιμᾶν
λαιμάω
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
λαιμάω
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
λαιμάω
pres part act masc nom sg (doric aeolic)
λαιμᾶ̱ν , λαιμάω
pres inf act (epic doric)
λαιμάω
pres inf act (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κέλογκ, Βέρνον Λάιμαν — (Vernon Lyman Kellogg, 1867 – 1937). Αμερικανός ζωολόγος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Κάνσας, Κορνέλ, Λειψίας και Παρισιού. Το 1894 διορίστηκε καθηγητής της εντομολογίας και της βιονομίας στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, θέση την οποία διατήρησε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”